- κεντράρω
- [κέντρο]φέρνω κάτι στο κέντρο ή τό προσανατολίζω προς το κέντρο.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κεντράρισμα — το [κεντράρω] 1. η τοποθέτηση στο κέντρο 2. τεχνολ. κατεργασία μεταλλικών τεμαχίων με την οποία προσδιορίζεται ένα σημείο που θα χρησιμεύσει ως κέντρο για την περαιτέρω κατεργασία τού τεμαχίου … Dictionary of Greek